- βολαιος
- βολαῖος3стремительный, порывистый
(θύννος ap. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θύννος ap. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βολαίος — βολαίος, α ον (Α) [βόλος] ορμητικός, βίαιος … Dictionary of Greek
βολαῖος — violent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαίας — βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem acc pl βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)